Θέση: Αθήνα Επιφάνεια: 120m2 Κατάσταση: Μελέτη Έτος: 2016 Ομάδα: Λούις Μπαρώ, Κλέλια Ντάσση, Ελισάνια Μιχαλοπούλου
Tο νέο asian tapas bar βρίσκεται στο ισόγειο μιας
τυπικής αστικής πολυκατοικίας του ’90, στο κέντρο της Αθήνας. Ο σχεδιασμός
στοχεύει στη χωρική μετάφραση και απεικόνιση ετερόκλητωνκαι ποικίλων στοιχείων τριών σημαντικών
νοτιοανατολικών ασιατικών πολιτισμών, συνενώνοντας Ταϊλάνδη, Κίνα και Ιαπωνία.
Ο ιαπωνικός πολιτισμός αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της συνολικής σχεδιαστικής
διαδικασίας. Iδιωτικότητα,
εσωστρέφεια, μυσταγωγία, είναι λέξεις-κλειδιά της επιθυμητής ατμόσφαιρας, εδραιώνοντας
τη βαθύτερη ουσία της ονομασίας του εστιατορίου. “Naka” , δηλαδή “μέσα” στα
ιαπωνικά.
Η εμπειρία της
επίσκεψης του χώρου αρθρώνεται σε ένα σενάριο που ξεδιπλώνεται σε τρεις
κυρίαρχες σκηνές. Η πρώτη σκηνή εστιάζει στο εξωτερικό. Έξι αναδιπλούμενα
μεταλλικά πανέλα τοποθετούνται μπροστά από τα υαλοστάσια. Αυτά φιλτράρουν το
φυσικό φως και ταυτόχρονα τα βλέμματα από το εξωτερικό, προστατεύοντας τον
εσωτερικό χώρο και διασφαλίζοντας την ιδιωτικότητα.
Η δεύτερη σκηνή
λαμβάνει χώρα στο διάδρομο της εισόδου, ο οποίος στο βάθος οδηγεί στην καρδιά του
εστιατορίου. Ο επιμήκης διάδρομος συνιστά δραματικό και συνάμα γαλήνιο χωρικό
πρελούδιο της αισθητικής προσέγγισης. Επικρατεί ημίφως, με μοναδική φωτιστική
πηγή την αντανάκλαση του κρυφού στοιχείου μπρούτζου, στην οροφή. Οι χρυσίζουσες
αποχρώσεις σε διάφορα σημεία του εστιατορίου αποτελούν αναφορά στην ταϊλανδική
παράδοση. Περπατώντας κατά μήκος του, βλέπει κανείς αποσπασματικές εικόνες του
χώρου, διαμέσου των οπών στην επιφάνεια του μεταλλικού πετάσματος. Η διάτρηση
από CNC στα φύλλα του μετάλλου απεικονίζει αποδομημένα ιαπωνικά μοτίβα, την
ίδια στιγμή που τα γεωμετρικά αυτά διαφράγματα παράγουν ποικιλία φωτοσκιών στον
τοίχο από βασάλτη. Η υλικότητα του βασάλτη συνιστά διαρκή ενθύμηση της
ηφαιστειογενούς φύσης της χώρας της Ιαπωνίας.
Στρέφοντας εισέρχεται
κανείς στο βασικό χώρο, όπου δεσπόζει το επιβλητικό καμπύλο στοιχείο από κομμάτια
καμένου ξύλου.Αυτό συνιστά τον
πρωταγωνιστή της τρίτης σκηνής το οποίο ενοποιεί τον κατακόρυφο τοίχο με την
οριζόντια οροφή αιχμαλωτίζοντας το βλέμμα. Συναρμολογείται από 1537 τμήματα
ξύλου, μήκους μεταξύ 40 και 70 εκατοστών. Το δραματικό και έντονο οπτικό αποτέλεσμα
που προκύπτει, αποτίει φόρο τιμής στην ιαπωνική διαδικασία επεξεργασίας και
συντήρησης ξύλου. Οι περισσότερες κάθετες και οριζόντιες επιφανειες φέρουν
επεξεργασία πατητής τσιμεντοκονίας,ενώ
παράλληλα, κεντρικά τοποθετημένο στο χώρο δεσπόζει το τραπέζι μήκους 7 μέτρων
από σκυρόδεμα. Η αίσθηση του συλλογικού όταν κάθεται κανείς σε αυτό έρχεται σε
αντιδιαστολή με τις δύο εκατέρωθεν πιο ιδιωτικές ζώνες, αναδεικνύοντας την
κοινωνική διάσταση της διαδικασίας εστίασης της νοτιοανατολικής Ασίας. Τα μόνα
εμφανή στοιχεία φωτισμού, φωτίζουν αυστηρά τη ζώνη πάνω από τα τραπέζια.
|